μαδωνάϊς

μαδωνάϊς
μαδωνάϊς, , [dialect] Boeot. name of νυμφαία, Thphr.HP9.13.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάδος — μάδος, ὁ (Α) 1. λευκή άμπελος («μάδος ἀπὸ βυρσοδεψῶν καταντλούμενος», Διοσκ.) 2. η μαδωνάις,* το φυτό νυμφαία 3. (κατά τον Ησύχ. ως ουδ.) τὸ μάδος εργαλείο για το μάδημα τών τριχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < μαδῶ] …   Dictionary of Greek

  • μαδωνία — και μαδωνάϊς, ἡ (Α) το φυτό νυμφαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαδῶ με υποχωρητικό σχηματισμό + επίθημα ωνία, που εμφανίζεται σε ονομασίες φυτών (πρβλ. βρυωνία: βρύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”